πατροτροφέω
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Greek (Liddell-Scott)
πατροτροφέω: -ῶ, τρέφω τὸν πατέρα μου, Φωτίου νομοκάν. τίτλ. ΙΑ΄, κεφ. ιε΄ ἐν Συντ. καν. τ. 1, σ. 260.