ἀποκαταστατικός
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ή, όν,
A bringing back to a point, σελήνης Ph.1.24; χρόνος Gem.18.17; μοῖρα Vett. Val.213.27; ἀ. ἀριθμοί recurrent, in which the last digit is id. 'ical in all powers, Nicom.Ar.2.17; πᾶσα περίοδος τῶν ἀϊδίων-κή Procl.Inst.199; ἀ. βίος Herm. in Phdr.p.152A.; ἀ. διάλαμψις, of star positions at the nativity of the terrestrial universe, Paul.Al.T.1. II for restitution, POxy.144.9 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 306] wiederherstellend, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαταστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιστρέφων ἢ ἐκ διαδοχῆς συμβαίνων ἢ ἐπανερχόμενος ἐντὸς κύκλου ἢ τροχιᾶς, Φίλων 1. 24· ἀπ. ἀριθμοὶ Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.