Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: ἀσυγκίνητος | Medium diacritics: ἀσυγκίνητος | Low diacritics: ασυγκίνητος | Capitals: ΑΣΥΓΚΙΝΗΤΟΣ |
Transliteration A: asynkínētos | Transliteration B: asynkinētos | Transliteration C: asygkinitos | Beta Code: a)sugki/nhtos |
[ῑ], ον,
A without agitation, Antyll. ap. Orib.6.21.16.
ἀσυγκίνητος: -ον, ὁ μὴ προξενῶν συγκίνησιν, οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) προσηνέστατοι καὶ ἀσυγκινητότατοι (ἔνθα ὁ κῶδιξ ἔχει ἀσυγκινώτατοι) Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. σ. 109, 8.