ἀσυγκίνητος

From LSJ
Revision as of 09:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκίνητος Medium diacritics: ἀσυγκίνητος Low diacritics: ασυγκίνητος Capitals: ΑΣΥΓΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: asynkínētos Transliteration B: asynkinētos Transliteration C: asygkinitos Beta Code: a)sugki/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A without agitation, Antyll. ap. Orib.6.21.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκίνητος: -ον, ὁ μὴ προξενῶν συγκίνησιν, οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) προσηνέστατοι καὶ ἀσυγκινητότατοι (ἔνθακῶδιξ ἔχει ἀσυγκινώτατοι) Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. σ. 109, 8.