μεταναστεύω

From LSJ
Revision as of 09:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταναστεύω Medium diacritics: μεταναστεύω Low diacritics: μεταναστεύω Capitals: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: metanasteúō Transliteration B: metanasteuō Transliteration C: metanasteyo Beta Code: metanasteu/w

English (LSJ)

   A remove, LXX Ps.51(52).5, Ph.1.299:—Med., depart, flee, LXX Ps.10(11).1.    2 intr. in Act., = Med., ib.61(62).6, Str. Chr.7.5.

German (Pape)

[Seite 151] (vom Folgdn), weg und anderswohin ziehen, auswandern, Synes. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναστεύω: (ἐκ τοῦ μετανάστης, δι’ ὃ παρατ. μετενάστευον, καὶ ἀόρ. μετενάστευσα καὶ οὐχὶ μετη-), μετοικῶ, καταλείπω τὸν τόπον μου καὶ μεταβαίνω ἀλλαχόσε, Φίλων 1. 299, Συνεσ. Ἐπιστ. 124. ― Μέσ., Ἑβδ. (Ψαλμ. Ι΄, 1)· ― μετανάστευσις, = μετανάστασις, Εὐστ. Πονημάτ. 214. 86. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 197-198.