γερούσιος
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
α, ον,
A for or befitting the γέροντες, γ. οἶνος wine drunk only by the chiefs, Il.4.259, Od.13.8; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.22.119; γερούσιον, τό, perquisite of chiefs, Hsch.
German (Pape)
[Seite 486] von γέρων, entstanden aus γερόντσιοσ oder γερόντιοσ; = was den γέροντες, d. h. den Vorstehern, den Aeltesten der Gemeinde, den Anführern des Volkes zukommt oder angehört; Hom. dreimal, den vierten Fuß schließend: Odyss. 13, 8 Iliad. 4, 259 γερούσιον αἴθοπα οἶνον Versende, den Ehrenwein, welchen die Geronten beim Könige trinken, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 19; Iliad. 22, 119 Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν, die Aeltesten der Gemeinde sollen einen Eid leisten.
Greek (Liddell-Scott)
γερούσιος: -α, -ον, ὁ προωρισμένος ἢ ἁρμόδιος διὰ τοὺς γέροντας, γ. οἶνος, ὃν πίνουσι μόνον οἱ ἀρχηγοί, Ἰλ. Δ. 259· γ. ὅρκος, ὃν δίδουσιν οἱ ἀρχηγοί, Χ. 119.