φοιβαίνω
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
A clean, Hsch.; φοιβανάτω (aor. imper.) δέ τις ἀσάμινθον Anon. ap. EM797.7. 2 = φοιβάζω 1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1295] = Vorigem, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φοιβαίνω: «φοιβᾶναι· λαμπρῦναι, μαντεύσασθαι, κοσμῆσαι, καθᾶραι, ἁγνίσαι, καὶ φοιβάσαι ὁμοίως» Ἡσύχ.· «φοιβᾶναι, τὸ καθᾶραι, ὡς τὸ φοιβανάτω δέ τις ἀσάμινθον» Ἐτυμ. Μέγ. 797, 6.