ταχυπειθής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A soon persuaded, credulous, Theoc.2.138, 7.38, Nonn.D.22.79. II obeying quickly or easily, ἀνέμων ῥιπή Tryph. 528.
German (Pape)
[Seite 1076] ές, schnell od. leicht überredet, leichtgläubig, Theocr. 2, 138. 7, 38; – schnell, leicht gehorchend.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠπειθής: -ές, ὁ ταχέως πειθόμενος, εὔπιστος, Θεόκρ. 2. 138., 7. 38. ΙΙ. ὁ ταχέως ἢ εὐκόλως ὑπακούων, Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-. 528.