ἐκεῖθι
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
and κεῖθι (the only form used by Hom. exc. Od.17.10, also by Trag. where metre requires), Aeol. κῆθι Sapph.Supp.25.18 (prob.) : Dor. τηνόθι Theoc.8.44 : poet. for ἐκεῖ, Il.3.402, Od.17.10 : in late Prose,
A οἱ ἐκεῖθι Ael.NA6.15 ; κεῖθι Alciphr.3.53, Them.Or.4.57a. II = ἐκεῖσε, κεῖθι μολών Hes.Fr.134.10, cf. Musae.23, Opp. H.4.274, dub. in A.Th.809.
German (Pape)
[Seite 758] dort, = ἐκεῖ, Od. 17, 10 u. sp. D.; auch Her. 1, 182; bei Aesch. Spt. 792, ἐκεῖθι κἦλθον, = ἐκεῖσε; vgl. Opp. H. 4, 274. S. κεῖθι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκεῖθι: καὶ κεῖθι (ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ὅπου ἂν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ τοῦτο): Δωρ. τηνόθι Θεόκρ. 8. 44, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐκεῖ, Ἰλ. Γ. 402, Ὀδ. Ρ. 10· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. ΙΙ. = ἐκεῖσε, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Αἰσχύλ. Θήβ. 810.