σάρωμα
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
[ᾰρ], ατος, τό, (σαρόω)
A sweepings, AB434, An.Ox.2.453, Suid.
German (Pape)
[Seite 864] τό, Kehricht, B. A. 434, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σάρωμα: τό, (σᾰρόω) «σκουπίδι», Α. Β. 434, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 453, Σουΐδ.