θέλκτρον
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
τό,= θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).
German (Pape)
[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.
Greek (Liddell-Scott)
θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, Σοφ. Τρ. 585˙ ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, θέλγητρον ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.