μέλασμα
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ατος, τό,
A a black or livid spot, Hp.Fract.11 (pl.), Art.86 (pl.), Liq.4 (sg.). II black hair-dye, Apollod.Com.21, Poll.2.35, Crito ap.Gal.12.447. III μ. γραμμοτόκον the solid ink in a pencil, AP6.63 (Damoch.). IV in pl., spots in the moon, Cleom. 2.1.
German (Pape)
[Seite 121] τό, das Geschwärzte, schwarzer Fleck, ἔχεις μελάσμασι κατεστιγμένοι, Plut. S. N. V. 22 (p. 269); schwarze Farbe, πλήθοντα μελάσματι κυκλομόλιβδον, Damochar. 2 (VI, 63); zum Färben der Haare, Poll. 2, 35; Apolld. bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
μέλασμα: τό, μαῦρον ἢ πελιδνὸν σημεῖον ἢ στίγμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 760, π. Ἄρθρ. 840· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ΙΙ. μαύρη βαφὴ, Πολυδ. Β΄, 35. ΙΙΙ. μ. γραμμότοκον, μέλαν μολυβδοκόδυλον Ἀνθ. Π. ϛʹ, 63.