ἀντιπροΐσχομαι

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπροΐσχομαι Medium diacritics: ἀντιπροΐσχομαι Low diacritics: αντιπροΐσχομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΪΣΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antiproḯschomai Transliteration B: antiproischomai Transliteration C: antiproischomai Beta Code: a)ntiproi/+sxomai

English (LSJ)

   A hold out before one, present, as weapons, ἡ λύπη ἀ. τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.Or.32.357b:—Hsch. has the Act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπροΐσχομαι: ἀποθ., κρατῶ τι ἐνώπιόν τινος, ἀντιτάσσω, ἐπειδὰνλύπη ἀμύνηται καρτερῶς καὶ τὰς προσβολὰς ἀποκρούηται τοῦ λόγου, ἀντιπροϊσχόμενη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Θεμίστ. 357Β: - τὸ ἐνεργητ. εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. «ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι».