στροφάς

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφάς Medium diacritics: στροφάς Low diacritics: στροφάς Capitals: ΣΤΡΟΦΑΣ
Transliteration A: strophás Transliteration B: strophas Transliteration C: strofas Beta Code: strofa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, (στρέφω)

   A turning round, revolving, circling, of the constellations, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι the Bear's circling paths, S.Tr.131 (lyr.), cf. D.P.594; στροφάδεσσιν ἀέλλαις whirl-winds, Orph.A.677; of cranes on their return, Arat.1032; of fish, στροφάδες παρὰ πέτρην Numen. ap. Ath.7.319b; of worms, Hsch.    II Στροφάδες (sc. νῆσοι), αἱ, the Drifting Isles, a group not far from Zacynthus, supposed to have been once floating, Apollod.1.9.21, Str. 8.4.2, St.Byz.

German (Pape)

[Seite 956] άδος, ὁ, ἡ, sich umdrehend, wendend; ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, Soph. Trach. 131, die Kreisläufe, welche der Bär am Himmel beschreibt; vgl. D. Per. 594; – ἄελλα, Wirbelwind, Orph. Arg. 675; – von den rückkehrenden Kranichen, A rat. 1032; – στροφάδες παρὰ πέτρην φυκίδες, Numen. bei Ath. VII, 319 c, die sich dabei aufhalten; – αἱ Στροφάδες, sc. νῆσοι, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

στροφάς: -άδος, ὁ, ἡ, (στρέφω) ὁ περιστρεφόμενος ὁλόγυρα, περιδινούμενος, περιφερόμενος κυκλικῶς, ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, ἡ κυκλικὴ τροχιὰ τῆς Ἄρκτου, Σοφ. Τρ. 131, (οὕτως, ἄρκτου στροφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 379)· πρβλ. Διον. Π. 594· - ἄελλα στρ., ἀνεμοστρόβιλος, Ὀρφ. Ἀργ. 675· - ἐπὶ τῶν γεράνων ἐπανερχομένων, Ἄρατ. 1032· ἐπὶ ἰχθύων, στροφάδες περὶ πέτρην Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 319Β. ΙΙ. Στροφάδες (ἐξυπακ. νῆσοι), αἱ, αἱ περιστρεφόμεναι, μικραί τινες νῆσοι οὐ μακρὰν τῆς Ζακύνθου, αἵτινες ἐνομίζοντὸ ποτε ἐπιπλέουσαι, πρβλ. Θουκ. 2 ἐν τέλ.· ἐν παλαιοτέροις χρόνοις ἐκαλοῦντο Πλωταί, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 295· - πρβλ. Σποράδες, Κυκλάδες.