κολακευτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A sycophantic, Luc.Cal.10; ἡ -κή (sc. τέχνη), = κολακεία, Pl.Grg.464c; κ. τέχναι Phld.Lib.p.42 O.: Sup., Gal.10.4. Adv. -κῶς Str.17.1.43 (v.l. κολακικῶς), Poll.4.51, Charito 8.4.
German (Pape)
[Seite 1472] zum Schmeicheln geneigt, schmeichlerisch; τέχνη Plat. Gorg. 464 c; Luc. de calumn. 10; a. Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
κολακευτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κολακεύῃ, ὁ ἐνέχων κολακείαν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κολακείαν, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἡ -κή (δηλ. τέχνη) = κολακεία, Πλάτ. Γοργ. 464C. Ἐπίρρ. -κῶς, Χαρίτων 8. 4.