σῆτες
From LSJ
English (LSJ)
(Ion. acc. to EM711.44), Dor. and Hellenistic σᾶτες IG (v. infr.), PCair.Zen.346.6 (iii B.C.), EM711.45:—
A this year, ἐς τὸν σᾶτες ἐνιαυτόν IG14.256.9 (Gela); mostly found in the Att. form τῆτες (q.v.).
German (Pape)
[Seite 876] ion. u. gemeine Form, dafür äol. u. dor. σᾶτες, att. τῆτες, heuer, in diesem Jahre; wahrscheinlich von ἔτος, s. unter τῆτες.
Greek (Liddell-Scott)
σῆτες: Δωρ. σᾶτες, τοῦτο τὸ ἔτος, εἰς τὸν σᾶτες ἐνιαυτὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 10· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον εὕρηται ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ τῆτες, ὃ ἴδε.