θλάστης
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
ου, ὁ,= ἐμβρυοθλάστης, Hp. ap. Gal.19.104.
German (Pape)
[Seite 1212] ὁ, der Quetscher, Galen. Bei E. M. falsch θλάτης.
Greek (Liddell-Scott)
θλάστης: -ου, ὁ, (θλάω) ὁ συντρίβων· ἰδίως ἰατρικὸν ἐργαλεῖον = ἐμβρυοθλάστης, Γαλην. 7. 28 (κοινὴ γραφὴ θλάσις).