ἀμετάπταιστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A infallible, πρόρρησις Gal.17(1).863.
German (Pape)
[Seite 122] dasselbe, eigtl. der nicht straucheln kann, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάπταιστος: -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς πταῖσμα, ἀναμάρτητος, Γαλην.
Full diacritics: ἀμετάπταιστος | Medium diacritics: ἀμετάπταιστος | Low diacritics: αμετάπταιστος | Capitals: ΑΜΕΤΑΠΤΑΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: ametáptaistos | Transliteration B: ametaptaistos | Transliteration C: ametaptaistos | Beta Code: a)meta/ptaistos |
ον,
A infallible, πρόρρησις Gal.17(1).863.
[Seite 122] dasselbe, eigtl. der nicht straucheln kann, Sp.
ἀμετάπταιστος: -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς πταῖσμα, ἀναμάρτητος, Γαλην.