προφυλακή
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
ἡ,
A guard in front; in pl., outposts, vedettes, piquets, X.Cyr.3.3.25, Eq. Mag.7.13, Plu.Caes.39: sg., ἡ π. αὐτοῦ his advanced guard, X.HG4.1.24, cf. Plb.5.3.2; ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς with an advanced guard, with outposts, Th.4.30. II guarding, guard, τῶν πόλεων Plb.5.95.5, cf. D.S.11.2 (pl.). III watch, vigil, LXX Ex.12.42, al. IV caution, προφυλακῇ χρῆσθαι περί τι Ph.1.283. 2 precaution, c.gen., against... Id.2.368, al., cf. Epicur.Oxy.215 iii 14: Medic., προφυλακῆς χάριν as a precaution, Sor.1.118, cf. Dsc.2.47.
German (Pape)
[Seite 798] ἡ, Vorwache, Vorposten, im plur., Xen. Cyr. 3, 2, 25. 6, 3, 9 u. öfter, u. A., wie Pol. 5, 3, 2; – Vorsicht, ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, Thuc. 4, 30. – Auch Amulet, Verwahrungsmittel, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
προφῠλᾰκή: (προφυλάσσω) οἱ προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25, Ἱππαρχ. 7. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἡ πρ. αὐτοῦ, οἱ πρόσκοποι αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 1, 24, πρβλ. Πολύβ. 5. 3, 2· ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, ἔχοντες τεταγμένους προσκόπους, Θουκ. 4. 30. ΙΙ. φυλακή, φύλακες, φρουρά, Πολύβ. 5. 95, 5.
ΙΙΙ. φύλακες νυκτερινοί, σκοποί, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 42). ΙV. φυλακτήριον, προφυλακτικόν, Ἑβδ. 2, 49, ὁ αὐτ. π. Ἰοβόλ. σ. 44.