διαστομωτρίς
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
(with or without μήλη), εως, ἡ,
A = διαστολεύς 1, Hp. ap. Gal.19.122,92.
German (Pape)
[Seite 604] μήλη, ἡ, = διαστολεύς, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διαστομωτρίς: (ἐνν. μήλη), ἡ, = διαστολεύς, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.