διαστομωτρίς

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστομωτρίς Medium diacritics: διαστομωτρίς Low diacritics: διαστομωτρίς Capitals: ΔΙΑΣΤΟΜΩΤΡΙΣ
Transliteration A: diastomōtrís Transliteration B: diastomōtris Transliteration C: diastomotris Beta Code: diastomwtri/s

English (LSJ)

(with or without μήλη), εως, ἡ, = διαστολεύς 1, Hp. ap. Gal.19.122,92.

Spanish (DGE)

-ίδος medic. dilatador μήλη δ. Hp. en Gal.19.92, 122.

German (Pape)

[Seite 604] μήλη, ἡ, = διαστολεύς, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διαστομωτρίς: (ἐνν. μήλη), ἡ, = διαστολεύς, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.

Greek Monolingual

διαστομωτρίς, η (Α)
φρ. «διαστομωτρίς μήλη» — ο διαστολεύς.