Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Full diacritics: μῑσητικός | Medium diacritics: μισητικός | Low diacritics: μισητικός | Capitals: ΜΙΣΗΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: misētikós | Transliteration B: misētikos | Transliteration C: misitikos | Beta Code: mishtiko/s |
ή, όν,
A inclined to hate, Arr.Epict.1.18.9.
[Seite 190] zum Hassen geneigt, Sp.
μῑσητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.