ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
[κᾰ], ἡ, Hellenistic form of Att. λεκάνη, Suid.
[Seite 8] ἡ, dor. = λεκάνη.
λᾰκάνη: ἡ, κοινὸς τύπος ἀντὶ τοῦ Ἀττ. λεκάνη, Σουΐδ.