ἠκή
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ἀκή (A), ἀκωκή, Hsch.: hence,
A edge, meeting-point, κύματός τε κἀνέμου Archil.43.
German (Pape)
[Seite 1158] ἡ, ion. = ἀκή, die Spitze, κύματος, Archil. in E. M.
Greek (Liddell-Scott)
ἠκή: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἀκή, ἀκωκή· - παρ’ Ἀρχιλ. 40 τὸ ἄκρον, τὸ σημεῖον τῆς συναντήσεως, κύματός τε κἀνέμου· πρβλ. Valck. Ἡρόδ. 4. 196.