βαρβαρώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A barbaric, Sch.Ar.Pax752: Comp., Tz.H.4.601.
German (Pape)
[Seite 433] ες, barbarisch, Schol. Ar. Pax 752.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβαρώδης: -ες, (εἶδος) βαρβαρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753.
Full diacritics: βαρβᾰρώδης | Medium diacritics: βαρβαρώδης | Low diacritics: βαρβαρώδης | Capitals: ΒΑΡΒΑΡΩΔΗΣ |
Transliteration A: barbarṓdēs | Transliteration B: barbarōdēs | Transliteration C: varvarodis | Beta Code: barbarw/dhs |
ες,
A barbaric, Sch.Ar.Pax752: Comp., Tz.H.4.601.
[Seite 433] ες, barbarisch, Schol. Ar. Pax 752.
βαρβαρώδης: -ες, (εἶδος) βαρβαρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753.