ὀϊζύω
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
aor. ὀΐζῡσα,
A wail, mourn, ἀλλ' αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (imper.) Il.3.408. II c. acc. rei, suffer, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά 14.89 : abs., to be miserable or suffer, ὀϊζύσας ἐμόγησεν Od.4.152, 23.307. [υ of pres. short in Hom., long in A.R. 4.1324, 1374 ; in aor. always long.]
German (Pape)
[Seite 298] att. οἰζύω (οἴ), wehklagen, jammern, περί τινα, Il. 3, 108; – trans., Weh, Elend erdulden, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά, Il. 14, 89, ὅσα τ' αὐτὸς όϊζύσας ἐμόγησεν, Od. 23, 307, vgl. 4, 152; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1324. 1374, an welchen Stellen υ im praes. lang ist, wie immer im fut. u. aor.; das υ des praes. bei Hom. ist kurz.
Greek (Liddell-Scott)
ὀϊζύω: ἀόρ. ὀΐζῡσα˙ ― θρηνῶ, κλαίω, πενθῶ, ἀλλ’ ἀεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (προστ.) Ἰλ. Γ. 408. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, ὑποφέρω, πάσχω, ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακὰ πολλὰ Ξ. 89˙ ἀπόλ., εἶμαι ἐλεεινός, ἄθλιος, ἢ πάσχω, ὀϊζύσας ἐμόγησεν Ὀδ. Δ. 152, Ψ. 307. [υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ’ Ὁμ., μακρὸν δὲ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1324, 1374˙ ἐν τῷ ἀορ. ἀείποτε μακρόν].