ἰλὺς
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek (Liddell-Scott)
ἰλὺς: ῑ, ύος, ἡ, πηλός, βόρβορος, λάσπη ἡ σχηματιζομένη ἐν ταῖς κοίταις ποταμῶν ἢ λιμνῶν (νῦν, ἴλαμμος ἐν Κυζίκῳ) τεύχεα καλά, τά που μάλα νειόθι λίμνης κείσεσθ’ ὑπ’ ἰλύος ῠ κεκαλυμμένα Ἰλ. Φ. 318· ἐπὶ ἐδάφους σχηματισθέντος ἐκ προσχώσεως, Ἡρόδ. 2. 7· ἰλὺς καὶ ψάμμος Ἱππ. π. Ἀέρ. 286. 2) καθίζημα, «καταπάτι», Ἱππ. 615. 15· τοῦ οἴνου, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 17, κ. ἀλλ. 3) ἀκαθαρσία, αἵματος Γαλην.· στέρνων Ἀνδρόμαχος παρὰ Γαλην. 13. σ. 876. Ἐν Ἰλ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) ἡ δευτέρα συλλαβὴ τῆς γεν. εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ἀλλὰ βραχεῖα ἐν θέσει (ὡς ἐν τῷ ἰσχύος) Ἀνθ. Πλαν. 4. 230, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 823.