ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
[Seite 933] ὁ, = στειλειά, Hippocr.
στειλαιός: ὁ, = στειλειή, Ἱππ. Ἀγμ. 757, πρβλ. 633. 34.