ἰσοκέφαλος
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
English (LSJ)
ον,
A like-headed, dub. in Ibyc.16.
German (Pape)
[Seite 1264] gleichköpfig, Ibyc. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκέφᾰλος: -ον, ἔχων ὁμοίαν κεφαλήν, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἰσόπαλος, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α.