θεότευκτος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ον,
A made by God, πύργοι Simm. 25, cf. Doroth. ap. Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 1198] von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).
Greek (Liddell-Scott)
θεότευκτος: -ον, θεοκατασκεύαστος, πύργος Ἀνθ. Π. 15. 22˙ πλάκες (ὁ δεκάλογος) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.