συνῳδός
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
(also συνᾰοιδός E.HF787 (lyr.)), όν, (ᾠδή)
A singing or sounding in unison with, echoing or responsive to, ὄρνις . . ἄχεσι σ. E. Ph.1518 (lyr.); θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοί Id.Or.133, cf. Hel.174 (lyr.). 2 abs., in harmony, accordant, λόγος Pl.Phd.92c; ἦχος D.H.Comp.22; ῥῆμα APl.4.226 (Alc.); ὦ ξυνῳδοὶ κτύποι cj. in E. Supp.73 (lyr.). II metaph., according with, in harmony with, c. dat., Hdt.5.92.γ, E.Med.1008, etc.; ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδά Ar.Av. 635 (lyr.); λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Arist.EN1172b5, cf. 1098b30; σ. εἰσὶν οἱ ἀστέρες τοῖς ἀποτελές μασι PMich. in Class.Phil.22.16; ὁκόσα πεπέρει ξυνῳδά pepper and cognate substances, Aret.CA1.10: c. gen., τὴν ὁμοείδειαν σ. τοῦ τόνου A.D.Adv.165.23: abs., ἴσως ξυνῳδὸς τῷ χρόνῳ γενήσεται Call.Com.2 (a) D.
Greek (Liddell-Scott)
συνῳδός: -όν, (ᾠδή), ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἀπὸ κοινοῦ ἢ ἐν συμφωνίᾳ μετά τινος, ἀντηχῶν ἢ ἀνταποκρινόμενος εἴς τι, ὄρνις ἄχεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 1518· θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133, πρβλ. Ἑλ. 174· ὦ ξυνῳδοὶ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 73. 2) ἀπολ., ἁρμονικός, σύμφωνος (μουσικ.), Πλάτ. Φαίδων 92C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22· ῥῆμα Ἀνθ. Πλαν. 226. ΙΙ. μεταφ., σύμφωνος ἢ ἐν ἁρμονίᾳ πρός τινα ἢ πρός τι, τινι Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1007, κτλ.· ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδὰ Ἀριστοφάν. Ὄρν. 634· λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 4, πρβλ. 1. 8, 8.