κούρητες

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούρητες Medium diacritics: κούρητες Low diacritics: κούρητες Capitals: ΚΟΥΡΗΤΕΣ
Transliteration A: koúrētes Transliteration B: kourētes Transliteration C: koyrites Beta Code: kou/rhtes

English (LSJ)

ων, οἱ, (κόρος B, κοῦρος A)

   A young men, esp. young warriors, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il.19.193, 248.    II as pr.n., Κουρῆτες (Hdn.Gr.1.63, al.), Dor. Κωρῆτες, divinities coupled with Nymphs and Satyrs, K. θεοὶ φιλοπαίγμονες ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198; worshipped in Crete, Κωρῆτας καὶ Νύμφας καὶ Κύρβαντας GDI5039.14 (Hierapytna); Κωρῆσι τοῖς πρὸ καρταιπόδων ib.iv p.1036 (Gortyn); K. Διὸς τροφεῖς λέγονται Str.10.3.19, cf. 11, E.Ba.120 (lyr.), Orph.H.38.1, Fr.151, etc.: prov., Κουρήτων στόμα, of prophecy, Zen.4.61. (Sg. only late, ὁ Κορόνους δηλοῖ νοῦν καὶ τὸν Κουρῆτα τούτου Dam.Pr. 267.)    2 armed dancers who celebrated orgiastic rites, Str.10.3.7: hence used to translate Lat. Salii, D.H.2.70; Κουρήτων Βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς E.Fr.472.14 (lyr.).    3 at Ephesus, religious college of six members, συνέδριον Κουρήτων Ephes.2 No.83c, cf. SIG353.1 (iv B. C.), Str.14.1.20.    III pr. n. of a people who fought with the Aetolians, Il.9.529, al.

German (Pape)

[Seite 1495] οἱ, = κοῦροι, die junge, waffenfähige Mannschaft, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il. 19, 193. 248. – S. nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

κούρητες: -ων, οἱ, (κόρος, κοῦρος) νέοι νεανίαι, μάλιστα νέοι πολεμισταί, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν Ἰλ. Τ. 193. 248· ― ἀλλά, ΙΙ. Κουρῆτες, οἱ, ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς ἐν Αἰτωλίᾳ Πλευρῶνος, Ἰλ. Ι. 529, 549, κτλ. 2) Κρητική τις φυλὴ ἐσχετισμένη μὲ ἰδιαιτέρας τινὰς τελετὰς ἐν Δήλῳ, παραβαλλομένας ὑπὸ τοῦ Διον. Ἁλ. 2. 71, πρὸς τὰς τῶν Ρωμαίων Σαλίων (Salii)· συχνάκις συγχεομένη πρὸς τοὺς Κορύβαντας, Στράβ. 466 κἑξ.· ― ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 1111, Müller Dor. 2. 1. 6.