τόρευμα
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
ατος, τό,
A embossed work, work in relief (cf. τορεύω 11), in pl., Men.24, Sopat.19; τ. ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ D.S. 3.47; ὀστράκινα τ. Str.8.6.23. II in E.HF978 τόρ. ευμα (L2P2 ut vid.) is f.l. for τόρνευμα (LP).
German (Pape)
[Seite 1129] τό, erhabene, getriebene Arbeit, ein geschnitztes, getriebenes Kunstwerk, Schnitzwerk, Sopat. bei Ath. 230 e; ein mit dergleichen Arbeit verziertes Gefäß, D. Sic. 3, 47; vgl. auch Strab. 8, 6, 23 p. 381. – Bei Eur. Herc. fur. 978 = τόρνευμα, aber Herm. lies't πόρευμα.
Greek (Liddell-Scott)
τόρευμα: τό, ἔργον τορείας, ἀνάγλυφον (ἴδε τορεύω ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε· τορεύματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ Διόδ. 3. 47· ὀστράκινα τ. (ἀντὶ τορνεύματα) Στράβ. 381. ΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 978, τόρευμα δεινὸν ποδὸς = τόρνευμα, ἡ ταχεῖα περιστροφή, ἴδε Matthiä ἐν τόπῳ· ἀλλ’ ὁ Στρέφ. διώρθωσε πόρευμα.