εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Full diacritics: μεριστικός | Medium diacritics: μεριστικός | Low diacritics: μεριστικός | Capitals: ΜΕΡΙΣΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: meristikós | Transliteration B: meristikos | Transliteration C: meristikos | Beta Code: meristiko/s |
ή, όν,
A fit for dividing, gloss on μερόεν, Hsch.
[Seite 135] zum Theilen gehörig, geschickt, geneigt, Hesych.
μεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν.