συνεργία
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ἡ,
A co-operation, Arist.Pr.876b15, Plb.8.33.10; εἰς τὸν βίον, πρὸς τοὺς πολέμους, Phld.Rh.1.270 S., Mus. p.69 K.: also συνέργεια, UPZ36.14 (ii B.C.), Gal. 19.472: pl., Arist. Oec.1343b17 (-ίαι, v.l. -είαι). II conspiracy, collusion, D.56.8; περί τι Din.1.112.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργία: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ ἐργασία, συνεργασία, βοήθεια, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 4· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Οἰκον. 1. 3, 2, Πολύβ. 8. 35, 10. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, συνωμοσία, συνεννόησις ἐπὶ κακῷ, Δημ. 1285. 17· περί τι Δείναρχ. 104. 33.