ἡλιόπους
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.
German (Pape)
[Seite 1162] ποδος, ὁ, eine Art Heliotrop, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιόπους: ποδος, ὁ, = ἡλιοτρόπιον, Διοσκ. 4. 193.