ἡλιόπους
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
ποδος, ὁ, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.
German (Pape)
[Seite 1162] ποδος, ὁ, eine Art Heliotrop, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιόπους: ποδος, ὁ, = ἡλιοτρόπιον, Διοσκ. 4. 193.
Greek Monolingual
ἡλιόπους, -οδος, ὁ (Α)
το ηλιοτρόπιο.