κεροφόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A = κερασφόρος 1, horned, βόες E.Ba.691.
German (Pape)
[Seite 1425] = κερασφόρος, βόες, Eur. Bacch. 690.
Greek (Liddell-Scott)
κεροφόρος: -ον, = κερασφόρος, ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691.
Full diacritics: κεροφόρος | Medium diacritics: κεροφόρος | Low diacritics: κεροφόρος | Capitals: ΚΕΡΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: kerophóros | Transliteration B: kerophoros | Transliteration C: keroforos | Beta Code: kerofo/ros |
ον,
A = κερασφόρος 1, horned, βόες E.Ba.691.
[Seite 1425] = κερασφόρος, βόες, Eur. Bacch. 690.
κεροφόρος: -ον, = κερασφόρος, ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691.