ἀριστερόχειρ
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
[ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ,
A left-handed, Sor.1.111.
German (Pape)
[Seite 352] ρος, linkhändig, der nur die linke Hand braucht, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἀντὶ τῆς δεξιᾶς, «ζερβός», Συνέσ. 162B.