ἀναμάξευτος
From LSJ
Full diacritics: ἀναμάξευτος | Medium diacritics: ἀναμάξευτος | Low diacritics: αναμάξευτος | Capitals: ΑΝΑΜΑΞΕΥΤΟΣ |
Transliteration A: anamáxeutos | Transliteration B: anamaxeutos | Transliteration C: anamakseftos | Beta Code: a)nama/ceutos |
ον,
A impassable for wagons, Hdt.2.108.
[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.
ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.