προμετρητής

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμετρητής Medium diacritics: προμετρητής Low diacritics: προμετρητής Capitals: ΠΡΟΜΕΤΡΗΤΗΣ
Transliteration A: prometrētḗs Transliteration B: prometrētēs Transliteration C: prometritis Beta Code: prometrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, a servant of the μετρονόμοι, IG22.1672.291, Hyp.Fr.191, Din.Fr.16.4; =

   A mensor, Gloss.

German (Pape)

[Seite 734] ὁ, Vormesser, Unterbeamter der μετρονόμοι, Harpocr. aus Hyperid. u. Din.; vgl. B. A. 290.

Greek (Liddell-Scott)

προμετρητής: ὁ, «ὁ τοὺς πιπρασκομένους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν, καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων, προμετρητὴς ἐκαλεῖτο» Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. Ἁρποκρ. καὶ Φώτ. ἐν λ., Λεξικ. Ρητ. σ. 290 ἐν τέλ.