μετεκβαίνω
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A go from one into another, μετεκβαίνεσκε (Ion. impf.) ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 100; εἰς πλοῖον Antipho 5.21. 2 in speaking, pass on, μ. εἰς ἕτερόν τινα λόγον Pl.Lg.642b, cf. 935a. 3 c. acc., μ. φθόγγον pass from one note to another, AP 12.187 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 158] (s. βαίνω), heraus-, weg- und wo anders hingehen; μετεκβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν, Her. 7, 41; εἰς πλοῖον, Antiph. 5, 21; vom Tone, Strat. 29 (XII, 187); εἰς ἕτερον λόγον, übergehen, Plat. Legg. I, 642 a.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκβαίνω: μεταβαίνω ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ἐκ... εἰς... Ἡρόδ. 7. 41, 100· εἰς..., Ἀντιφῶν 131 ἐν τέλ. 2) ἐν διαλόγῳ, προχωρῶ, προβαίνω, μ. εἰς ἕτερόν τινα λόγον Πλάτ. Νόμ. 642Α, πρβλ. 935Α. 3) μετ’ αἰτ., μ. φθόγγον, μεταβαίνω ἐξ ἑνὸς φθόγγου ἢ τόνου εἰς ἕτερον, Ἀνθ. Π. 12. 187.