τρίλιθος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
German (Pape)
[Seite 1144] von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρίλῐθος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν λίθων, Γλωσσ.· - τὸ τρίλιθον, ναός τις (ἐν Ἡλιουπόλει, Bâlbec) ἔχων κίονας πελωρίους, ὧν ἕκαστος σύγκειται ἐκ τριῶν λίθων, «κατέλυσε δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Ἡλιουπόλεως τὸ μέγα καὶ περιβόητον τὸ λεγόμενον τρίλιθον» Ἰω. Μαλάλ. σ. 344, 22, Χρον. Πασχάλ. σ. 303D, κλπ.