τρίλιθος

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499

German (Pape)

[Seite 1144] von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τρίλῐθος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν λίθων, Γλωσσ.· - τὸ τρίλιθον, ναός τις (ἐν Ἡλιουπόλει, Bâlbec) ἔχων κίονας πελωρίους, ὧν ἕκαστος σύγκειται ἐκ τριῶν λίθων, «κατέλυσε δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Ἡλιουπόλεως τὸ μέγα καὶ περιβόητον τὸ λεγόμενον τρίλιθον» Ἰω. Μαλάλ. σ. 344, 22, Χρον. Πασχάλ. σ. 303D, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίλιθος, -ον, ΝΜ
αυτός που αποτελείται από τρεις λίθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίλιθο
μνημείο από τρεις λίθους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ονομασία ναού που είχε πελώριους κίονες από τους οποίους ο καθένας είχε τρεις λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λίθος (πρβλ. έξηκοντάλιθος)].