λίγα
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[ῐ], Adv. of λῐγύς (cf. τάχα, ὦκα, etc.),
A in loud, clear tone, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il.19.284, cf. Od.8.527; λίγ' ἄειδεν in clear, sweet tone, 10.254, cf. Alcm.59, Thgn.939; ζεφύρου λ. κινυμένοιο A.R. 4.837.
German (Pape)
[Seite 43] adv. zu λιγύς (wie ὦκα zu ὠκύς), helltönend, laut; κωκύειν, Od. 8, 527 Il. 19, 284; ἀείδω, Od. 10, 254; sp. D., Ζεφύρου λίγα κινυμένοιο Ap. Rh. 4, 837.
Greek (Liddell-Scott)
λίγᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ. τοῦ λιγύς, (πρβλ. σάφα, τάχα, ὦκα), λιγέως, μετὰ μεγάλης καὶ ἠχηρᾶς φωνῆς, ἀμφ’ αὐτῷ χυμένη λίγα κώκυε, «ἐθρήνει ὀξέως» (Σχολ.), Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Θ. 527· λίγ’ ἄειδεν, μὲ φωνὴν καθαράν, ἠχηρὰν καὶ γλυκεῖαν, Κ. 254, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 59· ζεφύρου λ. κινυμένοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 837., Ἡσύχ.