κλαμβός
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ή, όν,
A docked, cropped, ὦτα Hippiatr.14, cf.17.
German (Pape)
[Seite 1446] (κλάω?), verstümmelt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ἠκρωτηριασμένος, Ἱππιατρ. 54. 62.