πολεμάρχης
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = πολέμαρχος, Inscr.Magn. 98.57 (ii B.C.), al.
German (Pape)
[Seite 653] ὁ, = πολέμαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμάρχης: -ου, ὁ, = πολέμαρχος Ι, Ψευδο-Χρυσ. τ. 8, σ. 630Α.