ἐκθερίζω
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
A reap or mow completely, of a crop, θέρος D.53.21, cf. PEdgar27.5 (iii B.C.), LXXLe.19.9, Alciphr.3.16 : metaph. of men, τοὺς γηγενεῖς ἐξεθερίσατε Sch.A.R.4.1031, cf. E.Fr.373 :—Pass., Thphr.CP4.6.1. 2 cut out, τὴν γλῶσσαν ἐκθερίξω (aor. subj.) Anacreont.9.7.
German (Pape)
[Seite 760] ganz aberndten, abmähen, Dem. 53, 21; πυρούς Alciphr. 3, 16; a. Sp. Uebertr., τῶν μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει τε καὶ θερίζεται πάλιν Eur. frg. bei Stob. flor. 105, 19; τοὺς γηγενεῖς Schol. Ap. Rh. 4, 1033; ἐκθερίξω γλῶσσαν Anacr. 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, θερίζω ἐντελῶς, ἐπὶ σπαρτῶν, θέρος ἐκθ. Δημ. 1253. 15: - μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐν τῷ παθ. Εὐρ. (Ἀποσπ. 419) παρὰ Πλουτ. 2. 104Β.