κλωστήρ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A spindle, Theoc.24.70, A.R.4.1062. II thread, yarn, λίνου κ., of a net (periphr. for κλωστὸν λίνον Sch.), A. Ch.507, cf. E.Fr.1001. 2 skein, Ar.Ra.1349 (lyr.), Lys.567, Plu.2.558d. 3 metaph., thread of fate, μοιρῶν κλωστῆρι Epigr.Gr.292.6 (Heraclea ad Latmum), cf. Arch.Pap.1.220 (κλωστείρων is a mason's error for -τήρων) μοιρίδιοι κ. IG3.1339.
German (Pape)
[Seite 1459] ῆρος, ὁ, der Spinner. – Der gesponnene Faden, τὸν ἐκ βυθοῦ κλωστῆρα σώζοντες λίνον Aesch. Ch. 500; Ar. Ran. 1347, wo der Schol. erkl. τὸ κεκλωσμένον ῥάμμα, Knäuel. – Die Spindel, Ap. Rh. 4, 1062.
Greek (Liddell-Scott)
κλωστήρ: ῆρος, ὁ, (κλώθω), ἄτρακτος, Θεόκρ. 34. 69, Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1062. ΙΙ. ὡς τὸ κλῶσμα, κλωστή, νῆμα, «ῥάμμα», λίνου κλ., ἐπὶ δικτύου (περιφρ. ἀντὶ τοῦ κλωστὸν λίνον Σχολ.), Αἰσχύλ. Χο. 507, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 989, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1349, Λυσ. 567· μοιρῶν κλωστῆρι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 292. 6· μοιρίδιον κλ. αὐτόθι 145.