ἀμόλυντος
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ον, (μολύνω)
A undefiled, LXX Wi.7.22, X.Eph.2.9, Muson.Fr.18Bp.105 H., Arr.Epict.4.11.8; παρθένος IG14.264 (Agrigentum). II Act., not leaving any stain, κινεῖν μέχρι ἀμολύντου Crito ap.Gal.12.487, cf. Antyll. ap. Orib.9.24.4, Olymp.in Mete.307.1.
German (Pape)
[Seite 127] unbefleckt, Sp. Bei Galen. auch: nicht schmutzend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόλυντος: -ον, (μολύνω) = ἀμίαντος, Ἑβδ., Ξεν. Ἐφεσ. 2. 9, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 167, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ μὴ μολύνων, μὴ καταλείπων σημεῖόν τι ἢ κηλῖδα, Γαλην., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.