ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Full diacritics: σπουδαστός | Medium diacritics: σπουδαστός | Low diacritics: σπουδαστός | Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ |
Transliteration A: spoudastós | Transliteration B: spoudastos | Transliteration C: spoudastos | Beta Code: spoudasto/s |
ή, όν,
A that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.
σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.